ἔντορνος

From LSJ
Revision as of 20:17, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔντορνος Medium diacritics: ἔντορνος Low diacritics: έντορνος Capitals: ΕΝΤΟΡΝΟΣ
Transliteration A: éntornos Transliteration B: entornos Transliteration C: entornos Beta Code: e)/ntornos

English (LSJ)

ον, turned with the lathe, Pl.Lg.898a; [ὁ κόσμος] κατ' ἀκρίβειαν ἔ. perfectly rounded, Arist.Cael.287b15, cf.IG2.1054f24; πρὸς τὴν ἔ. (sc. γραμμήν) στρογγύλα IG22.244.101 (Piraeus). Adv. -νως Hero Aut.23.3.

Spanish (DGE)

-ον
1 hecho, labrado a torno ἔντορνοι κύκλοι Pl.Lg.898a, σφαῖρα Pl.Lg.898b, πυρηνίδια χαλκᾶ Hero Aut.26.2, cf. 2.3
torneado con precisión, redondeado σφαιροειδής ἐστιν ὁ κόσμος ... καὶ ... κατ' ἀκρίβειαν ἔ. Arist.Cael.287b16, τοὺς δὲ πόλους ... ἐναρμόσει εἰς τὰ ἐμπόλια ἁρμόττοντας ... ἐντόρνους πανταχῇ ajustará los pernos (que sujetan los tambores de las columnas) encajándolos en sus fundas, bien redondeados por todas partes, IEleusis 157.25 (IV a.C.), cf. IG 22.244.101 (Pireo IV a.C.).
2 adv. -ως a torno ἄξονα ... στρεφόμενον ἐ. Hero Aut.23.3.

German (Pape)

[Seite 857] gedrechselt, abgerundet; σφαῖρα, κύκλοι, Plat. Legg. X, 898 b Arist. coel. 2, 4.

Russian (Dvoretsky)

ἔντορνος:
1) выточенный, точеный (σφαῖρα Plat.);
2) закругленный, шарообразный (κόσμος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔντορνος: -ον, κατασκευασθεὶς διὰ τοῦ τόρνου, τετορνευμένος, Πλάτ. Νόμ. 898Α· κατ’ ἀκρίβειαν ἔντορνος, ἐντελῶς στρογγύλος, Ἀριστ. π. Οὐραν. 2. 4, 13.

Greek Monolingual

ἔντορνος, -ον (Α)
ο κατασκευασμένος ή επεξεργασμένος με τόρνο, τορνευμένος, στρογγυλωμένος.