ἰδιόομαι

From LSJ
Revision as of 20:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐόομαι Medium diacritics: ἰδιόομαι Low diacritics: ιδιόομαι Capitals: ΙΔΙΟΟΜΑΙ
Transliteration A: idióomai Transliteration B: idioomai Transliteration C: idioomai Beta Code: i)dio/omai

English (LSJ)

[ῐδ], (ἴδιος) Med., A make one's own, appropriate, Pl.R.547c, Lg.742b; of literary plagiarism, Phld.D.1.9. 2 make one's friend, τινα D.C.39.29. II Pass., to be specifically constituted, Dam.Pr.34.

Russian (Dvoretsky)

ἰδιόομαι: Plat. = ἰδιοποιέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιόομαι: (ἴδιος) μέσ., κάμνω τι ἰδικόν μου, λαμβάνω δι᾿ ἐμαυτόν, οἰκειοποιοῦμαι, Πλάτ. Πολ. 547Β, Νόμ. 742Β, πρβλ. Ἔφορ. 27. 2) κάμνω τινὰ φίλον μου, τινὰ Δίων Κ. 39. 29. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 467.

Greek Monotonic

ἰδιόομαι: (ἴδιος), Μέσ., κάνω κάτι δικό μου, οικειοποιούμαι, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἰδιόομαι, ἴδιος
Mid. to appropriate to oneself, Plat.