βαρυεργής
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
ές, strongly influenced, ἐς τὰ τοιαῦτα App.BC1.83.
Spanish (DGE)
-ές
que se deja impresionar Ῥωμαίων ὄντων ἐς τὰ τοιαῦτα βαρυεργῶν ante prodigios, App.BC 1.83.
German (Pape)
[Seite 434] ές, schwer, mühsam arbeitend, App. B. C. 1, 83.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρυεργής: -ές, ὁ βαρέως, μετὰ πόνου ἐργαζόμενος, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 83.