βλαστόω
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
= βλαστὸν παρατίθημι, An.Ox.1.96.
Spanish (DGE)
producir brotes, An.Ox.1.96.
Greek (Liddell-Scott)
βλαστόω: βλαστάνω, Ἀν. Ὀξ. 1. 96.