δοκιμαστήριον
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
τό, test, means of trial, Men. Mon.537, Arr.Epict.3.6.10; μύρων, of the nose, Artem.4.27.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 prueba, medios de prueba χωρισμὸς φίλων δ. φιλίας Men.Mon.834, δ. τῶν μύρων dicho de la nariz, Artem.4.27, τούτῳ δοκιμαστηρίῳ χρώμενος τῶν εὐφυῶν καὶ ἀφυῶν Arr.Epict.3.6.10, πῦρ ... δ. τῶν ἁμαρτωλῶν T.Abr.A 12.10.
2 tribunal πάντως ... πρὸς δ. ἧκον Lib.Decl.1.102 (cód.), glos. a κριτήριον Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
δοκιμαστήριον: τό, μέσον πρὸς δοκιμήν ἢ ἐξέτασιν, Κωμ. ἐν Meineke Ἀποσπ. 4. 335.