potent
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
adj.
Mighty: P. and V. δυνατός, Ar. and V. μεγασθενής, ἄλκιμος (rare P.). Strong: P. and V. μέγας, ἰσχυρός, V. κραταιός, ὄβριμος, ἐγκρατής, καρτερός, παγκρατής, σθεναρός, P. ἐρρωμένος; see strong. Efficacious: P. and V. δραστήριος.