παγκρατής
English (LSJ)
παγκρατές, (κράτος)
A all-powerful, epithet of Zeus, A.Th.255, Eu.918 (lyr.), E. Fr.431.4; παγκρατεῖς ἕδραι his imperial throne, A.Pr.391; also of Μοῖρα, B.16.24; of Hera, Id.10.44; of Apollo, E.Rh.231 (lyr.); of Athena, Ar. Th. 317 (lyr.); ὁ παγκρατὴς Κύριος LXX 2 Ma.3.22; τοῖνδε παγκρατὴς φονεύς their victorious slayer, A.Ag.1648.
2 of things, παγκρατὲς πῦρ Pi.N.4.62; κεραυνός Id.Dith.2.15; σέλας S.Ph.986; ὕπνος, χρόνος, Id.Aj.675, OC609; ἀλάθεια B.Fr.10.
German (Pape)
[Seite 436] ές, allherrschend, allgewaltig; πῦρ, Pind. N. 4, 62; vgl. Soph. Phil. 974; ὦ παγκρατὲς Ζεῦ, Aesch. Spt. 237, wie Eum. 878 u. Soph. Phil. 675; u. so öfter von Göttern, Eur. Rhes. 321 Ar. Th. 317; auch ἕδραι, Aesch. Prom. 389; χρόνος, Soph. O. C. 615; ὕπνος, Ai. 680; Sp.; – ganz überwältigend, obsiegend, ὅπως ἀμφοῖν γένηται τοῖνδε παγκρατὴς φονεύς, Aesch. Ag. 1632.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 tout-puissant;
2 entièrement victorieux.
Étymologie: πᾶς, κράτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παγκρατής -ές [πᾶς, κράτος] almachtig.
Russian (Dvoretsky)
παγκρᾰτής:
1 всевластный, всемогущий (Ζεύς Aesch., Soph.; Ἀπόλλων Eur.; κόρα, sc. Ἀθηνᾶ Arph.; ἕδραι, sc. Διός Aesch.);
2 победоносный (φονεύς τινος Aesch.);
3 всепобеждающий, овладевающий всем (χρόνος, ὕπνος, τὸ σέλας Soph.).
English (Slater)
παγκρᾰτής all-powerful πῦρ δὲ παγκρατὲς (N. 4.62) ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς Δ. 2. 15.
Greek Monolingual
παγκρατής, -ές (Α)
1. (κυρίως ως επίθ. του Διός, της Ήρας, του Απόλλωνος, της Αθηνάς αλλά και για πρόσ. ή για τη μοίρα ή για πράγματα) παντοδύναμος, πανίσχυρος
2. φρ. «παγκρατεῖς ἕδραι» — ο παντοδύναμος βασιλικός θρόνος του Διός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -κρατής (< κράτος), πρβλ. ισοκρατής].
Greek Monotonic
παγκρᾰτής: -ές (κράτος), παντοδύναμος, πανίσχυρος, σε Τραγ.· παγκρατεῖς ἕδραι, ο βασιλικός θρόνος του Δία, σε Αισχύλ.· τοῖνδε παγκρατὴς φονεύς, ο νικηφόρος φονιάς τους, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
παγκρᾰτής: -ές, (κράτος) παντοδύναμος, πανίσχυρος, ἐπίθετ. τοῦ Διός, Αἰσχύλ. Θήβ. 255, Εὐμ. 918, Σοφ. Ἀποσπ. 607· π. ἕδραι, ὁ βασιλικὸς αὐτοῦ θρόνος, Αἰσχύλ. Πρ. 389· ἐπὶ τῆς Ἥρας, Βακχυλ. X (XI), 44, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Εὐρ. Ρῆσ. 231· ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ἀριστοφ. Θεσμ. 317· ἐπὶ τῆς μοίρας, Βακχυλ. XVI (XVII), 24· ― ὅπως … ἀμφοῖν γένηται τοῖνδε παγκρατὴς φονεύς, ὁ νικηφόρος φονεύς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1648. 2) ἐπὶ πραγμάτων, π. πῦρ, πρβλ. Σοφ. Φ. 986, Πινδ. Ν. 4. 101· ὁ π. ὕπνος, χρόνος Σοφ. Αἴ. 675, Ο. Κ. 609· ἀλάθεια Βακχυλ. 21. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 120, 121.
Middle Liddell
παγ-κρᾰτής, ές κράτος
all-powerful, all-mighty, Trag.; π. ἕδραι the imperial throne of Zeus, Aesch.:— τοῖνδε π. φονεύς their victorious slayer, Aesch.
English (Woodhouse)
Translations
omnipotent
Arabic: عَلَى كُلِّ شَيْءٍ قَدِيرٌ; Armenian: ամենազոր, ամենակարող; Bulgarian: всемогъщ; Catalan: omnipotent; Chinese Mandarin: 全能的; Czech: všemohoucí, všemocný; Dutch: almachtig; Esperanto: ĉiopova; Finnish: kaikkivoipa, kaikkivaltias; French: omnipotent; Old French: omnipotent; Georgian: ყოვლისშემძლე, ყოვლადძლიერი; German: allmächtig, omnipotent; Greek: παντοδύναμος; Ancient Greek: παγκρατής, παγκράτωρ, παμβίας, παναλκής, πανδύναμος, πανσθενής, πανταρκής, παντεξούσιος, παντοδύναμος, παντοκράτωρ, παντοποιός, τέλειος, τέλεος, ὑπερμενής; Hebrew: כל יכול; Hungarian: mindenható; Icelandic: almáttugur; Indonesian: mahakuasa; Irish: uilechumhachtach, mórchumhachtach, ollchumhachtach; Italian: onnipotente; Japanese: 全能の; Latin: omnipotens; Macedonian: семоќен; Norwegian Bokmål: allmektig; Nynorsk: allmektig; Occitan: omnipotent; Old English: ælmihtiġ; Old Occitan: omnipotent; Polish: wszechmocny; Portuguese: omnipotente, onipotente, todo-poderoso; Romanian: omnipotent, atotputernic; Russian: всемогущий, всесильный; Serbo-Croatian Cyrillic: свемогућ, свемоћан; Latin: svemoguć, svemoćan; Spanish: omnipotente, todopoderoso; Swedish: omnipotent, allsmäktig; Tagalog: kayanggawinlahat; Telugu: సర్వ శక్తివంతుడు; Turkish: muktedir; Ukrainian: всесильний, всемогутній; Vietnamese: toàn năng; Welsh: hollalluog
all-powerful
Armenian: ամենազոր, ամենակարող; Catalan: totpoderós; Danish: almægtig; Esperanto: ĉiopova; Finnish: kaikkivoipa, kaikkivaltias; Georgian: ყოვლისშემძლე; German: allmächtig; Ancient Greek: παντοκράτωρ; Irish: uilechumhachtach; Latin: omnipotens; Norwegian Bokmål: allmektig; Nynorsk: allmektig; Old English: ælmihtiġ; Russian: всемогущий; Scottish Gaelic: uile-neartmhor; Ukrainian: всесильний