ἀγγοθήκη
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ἡ, receptacle for vessels, Ath.5.21cc, cf. ἐγγυθήκη.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
soporte para vasijas ἡ δ' ὑπ' Ἀλεξανδρέων καλουμένη ἀ. τρίγωνός ἐστι, κατὰ μέσον κοίλη Ath.210c, cf. ἐγγυθήκη, ἐγγυοθήκη.
German (Pape)
[Seite 10] ἡ, ein Behältniß zur Aufstellung eines Gefäßes, Athen. V, 210 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγγοθήκη: ἡ, θήκη ἀγγείων, θέσις, ἔνθα τίθενται ἀγγεῖα, ἡ δὲ ἀγγοθήκη τρίγωνός ἐστι, ... δέχεσθαι δυναμένη ἐντιθέμενον κεράμιον, Ἀθήν. Ε, 210C.