ἀποκαθιστάω
From LSJ
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
English (LSJ)
v.l. for ἀποκαθιστάνω in Arist. Metaph. 1074a3.
Spanish (DGE)
1 restituir, restablecer c. ac. y dat. o εἰς más ac. (δελφὶς αὐτόν) πάλιν ἀποκαθίστα εἰς τὴν γῆν Duris 7
•devolver una ciudad εἰς τὴν προϋπάρξασαν παρρησίαν D.S.1.78.2, abs. ἰατροῦ ... ἀποκαθιστῶντος τῇ θεραπείᾳ τὸ σῶμα Origenes Cels.2.24, cf. Clem.Al.Fr.44, Tat.Orat.18 (p.20.18.24), τοῦ ... τυφλοῦ τὴν γένεσιν ἀποκαθίστα devolvió al ciego el estado natural (e.d. la vista), Ath.Al.M.26.409A.
2 acompañar a casa c. ac. σχολαστικοὶ δύο ... ἀλλήλους ἀποκαθιστῶντες Hierocl.Facet.20.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. ἀποκαθίστημι.