ἀποκαθιστάνω
ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him
English (LSJ)
= ἀποκαθίστημι (re-establish, restore, reinstate, return, restituere), SIG 2588.56 (ii BC), Plb. 3.98.9, DS. 18.57.
Spanish (DGE)
restituir, restablecer εἰς τὰς πόλεις τοὺς παῖδας Plb.3.98.9, αὐτῷ τοὺς βασιλεῖς τήν τε σατραπείαν D.S.18.57, ὅσα δ' ἂν κατὰ πόλεμον ἀποσκευάζωνται ... [ἵν] α ἀποκαθιστάνωσιν εἰς τὴν ἰδίαν Milet 1(3).148.56 (II a.C.), τὴν βασιλείαν τῷ Ισραηλ Act.Ap.1.6.
German (Pape)
[Seite 305] = folgd., Pol. 3, 98.
French (Bailly abrégé)
c. ἀποκαθίστημι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκᾰθιστάνω: Polyb., Diod. и ἀποκαθιστάω Arst., Diod. = ἀποκαθίστημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκαθιστάνω: τῷ ἑπομ., Πολύβ. 3, 98, 9, Διόδ. 18. 57: - ὡσαύτως -ιστάω, Ἀριστ. Μεταφ. 11. 8, 12· καὶ πάλιν ἀποκαθίστα εἰς τὴν γῆν Δοῦρις παρ’ Ἀθην. 606D, Διόδ. 1. 78.
Greek Monolingual
βλ. αποκαθιστώ.
Chinese
原文音譯:¢pokaq⋯sthmi 阿坡-卡特-衣士帖米
詞類次數:動詞(8)
原文字根:從-向下-站(向上) 相當於: (רָפָא) (שׁוּב)
字義溯源:恢復原狀,恢復,重建,治療,復原,復興,回到;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(καθιστάνω / καθίστημι)=設立)組成;其中 (καθιστάνω / καθίστημι)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἵστημι)*=站)組成。
同義字:1) (ἀποκαθιστάνω / ἀποκαθίστημι)恢復原狀 2) (ἀποκαταλλάσσω)使完全和好 3) (ἱλάσκομαι)和好 4) (καταλλάσσω)互相變更
出現次數:總共(8);太(2);可(3);路(1);徒(1);來(1)
譯字彙編:
1) 復了原(4) 太12:13; 可3:5; 可8:25; 路6:10;
2) 我⋯回到(1) 來13:19;
3) 你復興(1) 徒1:6;
4) 復興(1) 可9:12;
5) 要復興(1) 太17:11