ἐνσιτέομαι
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
English (LSJ)
Med., feed upon, LXXJb.40.25(30).
Spanish (DGE)
alimentarse de ἐνσιτοῦνται δὲ ἐν αὐτῷ ἔθνη; y los pueblos ¿se alimentan de él? ref. al Leviatán, LXX Ib.40.30.
German (Pape)
[Seite 852] darin speisen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνσιτέομαι: μέσ., σιτοῦμαι, τρέφομαι ἐν τινι, Ἑβδ. (Ἰὼβ Μ΄, 25).