ἐνσφράγισις
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
εως, ἡ, imprint, in plural, Plot.4.3.26, 4.6.1.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
impronta οὐδ' ὥσπερ αἱ ἐνσφραγίσεις οὐδ' ἀντερείσεις ἢ τυπώσεις Plot.4.3.26, cf. 6.1.
German (Pape)
[Seite 853] ἡ, das Einprägen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνσφράγισις: ἡ, τὸ ἐσφραγίζειν, ἐντυποῦν, Πλωτῖνος ΙΙ. 729. 5.