ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another
αἴγλη, αὐγή, γάνωσις, διαύγεια, δυναστεία, δόξα, λαμπρότης, περιαυγασμός, τὸ λαμπρόν, φέγγος, ἀγλαΐα, ἐκφανής