ἀπαθῶς
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
French (Bailly abrégé)
adv.
avec indifférence.
Étymologie: ἀπαθής.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαθῶς: бесстрастно, безразлично, равнодушно (ἀ. καὶ ἀναισθήτως ἔχειν πρός τι Plut.).