ἀπαθῶς
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
French (Bailly abrégé)
adv.
avec indifférence.
Étymologie: ἀπαθής.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαθῶς: бесстрастно, безразлично, равнодушно (ἀ. καὶ ἀναισθήτως ἔχειν πρός τι Plut.).