συγγραφέας

From LSJ
Revision as of 09:15, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek Monolingual

ο / συγγραφεύς, -έως, ΝΜΑ, θηλ. συγγραφεύς Ν συγγραφή
1. αυτός που ασχολείται με τη συγγραφή πνευματικών έργων
2. (ειδικά) αυτός που συγγράφει σε πεζό λόγο, σε αντιδιαστολή προς τον ποιητή («ἀκήκοα ἤ που Σαπφοῦς... ή Ἀνακρέοντος τοῦ σοφοῦ ή καὶ συγγραφέων τινῶν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. λογοτέχνης
2. φρ. «δόκιμος συγγραφέας» — συγγραφέας που έχει καθιερωθεί στο αναγνωστικό κοινό με τα έργα του
αρχ.
1. ιστοριογράφος («ἀλλὰ γὰρ τῶν μεγάλων πόλεων, εἴ τι καλὸν ἔπραξαν, ἅπαντες οἱ συγγραφεῖς μέμνηνται», Ξεν.)
2. αυτός που μετέχει σε σύμβαση, ένας από τους συμβαλλόμενους
3. στον πληθ. οί συγγραφείς
(στην αρχαία Αθήνα) α) ειδική επιτροπή υπαλλήλων οι οποίοι υπέβαλλαν εγγράφως τις προτεινόμενες από την εκκλησία του δήμου μεταρρυθμίσεις του πολιτεύματος και τίς υποστήριζαν προφορικά κατά τη διεξαγωγή τών συζητήσεων
β) (ειδικά) οι εκλεγέντες στην Αθήνα κατά το 21ο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου με σκοπό τη σύνταξη σχεδίου για την μεταβολή του πολιτεύματος
4. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «συγγραφεῖς οἱ ᾑρημένοι παρά της πόλεως 'ἵνα συγγράφωσι τοὺς μεθέξοντας τῆς τῶν τετρακοσίων ἀρχῆς, οἱ δ' αὐτοὶ ἐκαλοῦν το καὶ καταλογεῖς».

Greek Monolingual

ο / συγγραφεύς, -έως, ΝΜΑ, θηλ. συγγραφεύς Ν συγγραφή
1. αυτός που ασχολείται με τη συγγραφή πνευματικών έργων
2. (ειδικά) αυτός που συγγράφει σε πεζό λόγο, σε αντιδιαστολή προς τον ποιητή («ἀκήκοα ἤ που Σαπφοῦς... ή Ἀνακρέοντος τοῦ σοφοῦ ή καὶ συγγραφέων τινῶν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. λογοτέχνης
2. φρ. «δόκιμος συγγραφέας» — συγγραφέας που έχει καθιερωθεί στο αναγνωστικό κοινό με τα έργα του
αρχ.
1. ιστοριογράφος («ἀλλὰ γὰρ τῶν μεγάλων πόλεων, εἴ τι καλὸν ἔπραξαν, ἅπαντες οἱ συγγραφεῖς μέμνηνται», Ξεν.)
2. αυτός που μετέχει σε σύμβαση, ένας από τους συμβαλλόμενους
3. στον πληθ. οί συγγραφείς
(στην αρχαία Αθήνα) α) ειδική επιτροπή υπαλλήλων οι οποίοι υπέβαλλαν εγγράφως τις προτεινόμενες από την εκκλησία του δήμου μεταρρυθμίσεις του πολιτεύματος και τίς υποστήριζαν προφορικά κατά τη διεξαγωγή τών συζητήσεων
β) (ειδικά) οι εκλεγέντες στην Αθήνα κατά το 21ο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου με σκοπό τη σύνταξη σχεδίου για την μεταβολή του πολιτεύματος
4. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «συγγραφεῖς οἱ ᾑρημένοι παρά της πόλεως 'ἵνα συγγράφωσι τοὺς μεθέξοντας τῆς τῶν τετρακοσίων ἀρχῆς, οἱ δ' αὐτοὶ ἐκαλοῦν το καὶ καταλογεῖς».