κολόβριον
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
English (LSJ)
τό, the young of the wild swine, Ael.NA7.47; also μολόβριον Ar.Byz. ap. Eust.1817.19.
German (Pape)
[Seite 199] τό, Ferkel vom wilden Schwein, Frischling, Ael. H. A. 7, 47, Hesych.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit du sanglier, marcassin.
Étymologie: μολοβρός.
Greek (Liddell-Scott)
μολόβριον: τό, νεογνὸν ἀγρίου χοίρου, τῶν δὲ ἀγρίων ὑῶν τὰ τέκνα μολόβρια ὀνομάζουσιν Αἰλ. π. Ζ. 7. 47· ‒ Καθ᾿ Ἡσύχ.: «μολόβρια· τὰ τῶν ἀγρίων θηρίων τέκνα οὕτω καλεῖται»· ‒ ὡσαύτως κολύβριον, Ἀριστοφ. Γραμμ. παρ᾿ Εὐστ. 1817. 19. (Ἴδε ἐν λ. μολοβρός).
Greek Monolingual
μολόβριον και, κατά τον Αριστοφ. Βυζάντ., κολόβριον, τὸ (Α) μολοβρός
1. το νεογνό του αγριοχοίρου
2. (κατά τον Ησύχ.) «μολόβρια
τὰ τῶν ἀγρίων θηρία τέκνα οὕτω καλεῖται.