κοίλασμα
From LSJ
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
English (LSJ)
ατος, τό, hollow, LXX Is.8.14; groove, Apollod.Poliorc.182.7, Ath.Mech.36.6; interior of a lamp, Hero Spir.2.22.
German (Pape)
[Seite 1466] τό, das Ausgehöhlte, die Höhlung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κοίλασμα: τό, κοίλωμα, κοιλότης, Ἀρχ. Μαθ. 10. 37.
Greek Monolingual
το (Α κοίλασμα) κοιλαίνω
η κοίλανση, το κοίλωμα
αρχ.
1. αύλακα
2. το εσωτερικό κοίλωμα λύχνου.