στρίφνος

From LSJ
Revision as of 09:05, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρίφνος Medium diacritics: στρίφνος Low diacritics: στρίφνος Capitals: ΣΤΡΙΦΝΟΣ
Transliteration A: stríphnos Transliteration B: striphnos Transliteration C: strifnos Beta Code: stri/fnos

English (LSJ)

ὁ, tough or gristly meat, σ. ἀμάσητος ἀκατάποτος LXXJb. 20.18.

German (Pape)

[Seite 954] ὁ, hartes, sehniges Fleisch, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

στρίφνος: ὁ, σὰρξ τραχεῖα, ἰνώδης καὶ τενοντώδης, Ἑβδ. (Ἰὼβ Κ´, 18). - Κατὰ Σουΐδ. «τὸ νευρῶδες κρέας τῶν βοῶν. ἔστι δὲ καὶ βοτάνη ἄβρωτος».

Greek Monolingual

ὁ, Α στριφνός
1. τραχιά και ινώδης σάρκα με σκληρούς τένοντες
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὸ νευρῶδες κρέας τῶν βοῶν
ἔστι δὲ καὶ βοτάνη ἄβρωτος».