μειζότερος
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
English (Strong)
continued comparative of μείζων; still larger (figuratively): greater.
English (Thayer)
μειζοτερα, μειζοτερον, see μέγας, at the beginning
Greek Monolingual
μειζότερος, -έρα, -ον (ΑM, Α και μειζονώτερος, -έρα, -ον, Μ και μειζονότερος, -έρα, -ον)
βλ. μείζων.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. μείζων].
Russian (Dvoretsky)
μειζότερος: NT compar. к μέγας.
Chinese
原文音譯:meizÒteroj 姆索帖羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:(更)大
字義溯源:較大的,更大的;源自(μείζων)=更重大),而 (μείζων)出自(μέγας)*=大)
出現次數:總共(1);約叄(1)
譯字彙編:
1) 更大的(1) 約叄1:4