συγκεφαλαίωσις
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
English (LSJ)
εως, ἡ,
1 recapitulation, summing up, summary, Pl.Def.415b, Plb.9.32.6; τῶν εἰρημένων Phld.Rh.1.79 S.; συγκεφαλαίωσις τῶν ἐπὶ μέρους εἰς τὸ καθόλου S.E.M.7.224;
2 sum of numbers, Nicom.Ar.1.8, cf. Gal.18(2).652;
3 entry in a register, PLond.2.259.56 (i A.D.), etc.
4 conclusion, completion Clem. Paed. 3.11.83.2 etc.
German (Pape)
[Seite 967] ἡ, das Zusammenzählen, Zusammenfassen, unter einer allgemeinen Übersicht, λόγου, Plat. defin. 415 c, u. Sp., wie Pol. 9, 32, 6.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκεφαλαίωσις -εως, ἡ [συγκεφαλαιόω] samenvatting, recapitulatie.
Russian (Dvoretsky)
συγκεφᾰλαίωσις: εως ἡ подведение итога, сводка: ἡ σ. τῶν ὑπαρχόντων δικαίων Polyb. кодификация действующих законов; ἡ σ. τῶν ἐπὶ μέρους εἰς τὸ καθόλου Sext. сведение частного к общему.
Greek (Liddell-Scott)
συγκεφᾰλαίωσις: ἡ, τὸ συγκεφαλαιοῦν, ἀνακεφαλαίωσις, περίληψις, Πλάτ. Ὅροι 415B, Πολύβ. 9. 32, 6· σ. τῶν ἐπὶ μέρους εἰς τὸ καθόλου Σέξτ. Ἐμπ. π. M. 7. 244.