δυσέκλειπτος
From LSJ
English (LSJ)
ον, hard to escape from, Plu.2.829b.
Spanish (DGE)
-ον
de lo que es difícil desembarazarse de deudas difícil de saldar Plu.2.829a, ζηλοτυπία Ach.Tat.6.11.1, νόσος Gal.19.547, ἡ ποιότης Olymp.in Cat.115.40, 116.3.
German (Pape)
[Seite 678] schwer aufhörend, Plut. de aer. allen. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cesse difficilement, continu.
Étymologie: δυσ-, ἐκλείπω.
Greek Monolingual
δυσέκλειπτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα εκλείπει, ο ακατάπαυστος.
Russian (Dvoretsky)
δυσέκλειπτος: почти непрерывный, сплошной (ὀφλημάτων ῥίζαι Plut.).