сплошной
From LSJ
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
Russian > Greek
ἄκριτος, συνεκτικός, διηνεκής, διανεκής, ἀθρόος, συνεχής, ἀδιάσπαστος, ἄλυτος, πυκινός, οὖλος, δυσέκλειπτος, μονοφυής, μουνοφυής, παμπλήρης, συμφυής