ᾖσμεν
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. pqp. poét. de *εἴδω.
Russian (Dvoretsky)
ᾖσμεν: (= ᾔδεμεν из ᾔδειμεν) 1 л. pl. ppf. к *εἴδω.
Greek (Liddell-Scott)
ᾖσμεν: Ἀττ. ἀντὶ ᾔδειμεν, ἴδε ἐν λ. *εἴδω.
Greek Monotonic
ᾖσμεν: Αττ. αντί ᾔδειμεν, αʹ πληθ. υπερσ. του οἶδα, βλ. *εἴδω.
German (Pape)
= ᾔδειμεν, s. οἶδα.