τριγλίς

From LSJ
Revision as of 16:40, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριγλίς Medium diacritics: τριγλίς Low diacritics: τριγλίς Capitals: ΤΡΙΓΛΙΣ
Transliteration A: triglís Transliteration B: triglis Transliteration C: triglis Beta Code: trigli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Dim. of τρίγλη, Antiph.68.15, Arist.Fr.194, Dorio ap.Ath. 7.300f.

Russian (Dvoretsky)

τριγλίς: ίδος ἡ Arst. = τρίγλα.

Greek (Liddell-Scott)

τριγλίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ τρίγλη, ἅ φησιν οὗτος μαινίδας καὶ τριγλίδας Ἀντιφ. ἐν «Βουταλίωνι» 1. 15˙ τριγλίδας μικρὰς Δωρίων παρ’ Ἀθην. 300F, Ἀριστ. Ἀποσπ. 189˙ - ὡσαύτως τριγλίον, τό, Γεωπον. 20. 46, 1.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(υποκορ. του τρίγλη) μικρή τρίγλη, μπαρμπουνάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. ψηφ-ίς)].

German (Pape)

ἡ, dim. von τρίγλα, Suid.; vgl. Ath. VII.300.