σκίρρωμα
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
v. σκίρωμα.
Greek Monolingual
το, ΝΑ [[σκιρ(ρ)ῶ]]
σκιρώδης όγκος.
German (Pape)
τό, Verhärtung, Sp.