αὐστηρία

From LSJ
Revision as of 16:48, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐστηρία Medium diacritics: αὐστηρία Low diacritics: αυστηρία Capitals: ΑΥΣΤΗΡΙΑ
Transliteration A: austēría Transliteration B: austēria Transliteration C: afstiria Beta Code: au)sthri/a

English (LSJ)

ἡ, A = αὐστηρότης (dryness, coarseness), στρυφνότης καὶ αὐστηρία Thphr.CP6.12.6. 2 metaph. of men, austerity, severity, ἠθῶν Plb.4.21.1, Cat.Cod.Astr. 2.160.6, etc.; as a virtue, Stoic.3.66.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I aspereza ref. a un fruto κατὰ στρυφνότητα καὶ αὐστηρίαν Thphr.CP 6.12.6, ἡ τῶν φαρμάκων αὐ. Clem.Al.Prot.10.109.1.
II del carácter
1 austeridad ἠθῶν Plb.4.21.1, definida como virtud, Chrysipp.Stoic.3.66, cf. Aristo Phil.14.6, τοῦ ἀνδρός Plu.Cat.Ma.16, ἡ μὲν Σύλλου καὶ Μαρίου καὶ Αὐγούστου αὐ. D.C.75.8.1, del pedagogo, Clem.Al.Paed.1.12 tít.
2 en sent. peyor. dureza, aspereza, severidad νοήσας οὐκ ἀπὸ τοῦ βελτίστου τὴν αὐστηρίαν εἶναι LXX 2Ma.14, 30, τοῦ Ἀρειανοῦ ἐπισκόπου τοῦ πολλὰ ἰσχύσαντος πλούτῳ τε καὶ αὐστηρίᾳ Epiph.Const.Haer.30.5.6, ἄνδρες ... νόμῳ πρέπουσαν αὐστηρίαν ἀνατείνοντες Lyd.Mag.3.16.

Russian (Dvoretsky)

αὐστηρία:суровость Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

αὐστηρία: ἡ, = αὐστηρότης, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 12, 6: - μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπων, αὐστηρότης, τραχύτης, Πολύβ. 4. 21, 1. κτλ.

Greek Monolingual

η (AM αὐστηρία) αυστηρός
αυστηρότητα σκληρότητα
αρχ.
αυστηρότητα ηθών.

German (Pape)

ἡ, = αὐστηρότης, Theophr. C.P. 6.18; ἠθῶν Poll. 4.21; Plut. Cat. mai. 16.