νυκτιφαής
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ές, shining by night, φῶς Parm.14, cf. Orph.H.54.10.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui brille pendant la nuit.
Étymologie: νύξ, φάος.
Russian (Dvoretsky)
νυκτῐφαής: сияющий ночью (φῶς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
νυκτῐφαής: -ές, ὁ κατὰ τὴν νύκτα λάμπων, Παρμεν. παρὰ Πλουτ. 2. 1116Α, Ὀρφ. Ὕμν. 53. 10· οὕτω, νυκτοφαής, Νόνν. Δ. 44. 218.
Spanish
Greek Monolingual
νυκτιφαής, -ές (Α)
βλ. νυκτοφαής.
Léxico de magia
-ές que brilla en la noche del círculo de la luna χαῖρε, νυκτιφαοῦς μήνης ἀνισολαμπὴς κύκλος te saludo, círculo de la luna que brilla desigualmente en la noche P IV 1131
German (Pape)
ές, bei Nacht leuchtend; Parmenid. bei Plut. adv. Col. 15; Maneth. 6.708; Nonn.