κορυφώδης
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
English (LSJ)
ες, peaked, pointed, Hp.Epid.6.1.10.
Greek (Liddell-Scott)
κορῠφώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων κορυφήν, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1165.
Greek Monolingual
κορυφώδης, -ῶδες (Α) κορυφή
μυτερός, αιχμηρός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορυφώδης -ες [κορυφή] puntig.
German (Pape)
ες, gipfelartig, sich spitz erhebend, φύματα Hippocr.