θαλάσσειος
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
Greek Monolingual
θαλάσσειος, -ον (Α) θάλασσα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα.
German (Pape)
= θαλασσαῖος, Orac.Sib.