μολιβδικός
From LSJ
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
English (LSJ)
v. μολυβδικός.
Greek Monolingual
μολιβδικός, -ή, -όν (Α)
βλ. μολυβδικός.
German (Pape)
und ä., s. μολυβδικός und ä.