λευκοπληθής
From LSJ
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
English (LSJ)
ές, full of persons in white, ἐκκλησία Ar.Ec.387.
Russian (Dvoretsky)
λευκοπληθής: полный одетыми в белое людьми (ἐκκλησία Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
λευκοπληθής: -ές, πλήρης ἀνθρώπων ἐνδεδυμένων λευκά, ἐκκλησία Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 387.
Greek Monolingual
λευκοπληθής, -ές (Α)
(για συνέλευση του λαού) γεμάτος ανθρώπους ντυμένους στα λευκά («οὐ γὰρ ἀλλ' ὑπερφυῶς ὡς λευκοπληθὴς ἦν ἰδεῖν ἐκκλησία», Αριστοφ.).
German (Pape)
ἐκκλησία, Ar. Eccl. 387, die Versammlung von weißen, weißgekleideten Menschen.