οἰωνοσκοπία

From LSJ
Revision as of 17:05, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰωνοσκοπία Medium diacritics: οἰωνοσκοπία Low diacritics: οιωνοσκοπία Capitals: ΟΙΩΝΟΣΚΟΠΙΑ
Transliteration A: oiōnoskopía Transliteration B: oiōnoskopia Transliteration C: oionoskopia Beta Code: oi)wnoskopi/a

English (LSJ)

ἡ, augury, D.H.3.47.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fonction d'augure ; observation que font les augures.
Étymologie: οἰωνοσκόπος.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνοσκοπία:птицегадание Plut.

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνοσκοπία: ἡ, τὸ ἔργον, ἡ ἀσχολία τοῦ οἰωνοσκόπου, Διον. Ἁλ. 3. 47, 70.

Greek Monolingual

η (Α οἰωνοσκοπία) οιωνοσκόπος
κλάδος της μαντικής που βασιζόταν στην παρατήρηση τών οιωνών για την πρόβλεψη όσων πρόκειται να συμβούν.

German (Pape)

ἡ, Geschäft und Amt des οἰωνοσκόπος, Plut. fluv. 6.4.