δικελλοειδής
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
Spanish (DGE)
-ές
de doble punta, ahorquillado, ἀξίνη ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους δ. Lex.Tht.103.
German (Pape)
ές, von der Art, Gestalt einer δίκελλα, Schol. Plat. Rep. II.370d.