ἀποδειλίασις

From LSJ
Revision as of 17:08, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδειλίᾱσις Medium diacritics: ἀποδειλίασις Low diacritics: αποδειλίασις Capitals: ΑΠΟΔΕΙΛΙΑΣΙΣ
Transliteration A: apodeilíasis Transliteration B: apodeiliasis Transliteration C: apodeiliasis Beta Code: a)podeili/asis

English (LSJ)

εως, ἡ, cowardice, Plb.3.103.2; ἀ.πρόστινα Plu.Alex. 13.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
cobardía Plb.3.103.2, Plb.35.4.4, πρὸς Ἰνδούς Plu.Alex.13.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
crainte, lâcheté.
Étymologie: ἀποδειλιάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδειλίᾱσις: εως ἡ робость, малодушие Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδειλίᾱσις: -εως, ἡ, τὸ ἀποδειλιᾶν, μεγάλη δειλία, φόβος καὶ τρόμος, Πολύβ. 3. 103, 2· ἀπ. πρός τινα Πλουτ. Ἀλέξ. 13.

Greek Monolingual

ἀποδειλίασις, η (Α)
η μεγάλη δειλία.

Greek Monotonic

ἀποδειλίᾱσις: -εως, ἡ, μεγάλη δειλία, υπερβολικός φόβος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[from ἀποδειλιάω
great cowardice, Plut.

German (Pape)

[ιᾱ], ἡ, Furchtsamkeit, Pol. 3.103 Plut. Al. 13.