κατατεμαχίζω

From LSJ
Revision as of 17:09, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source

Greek (Liddell-Scott)

κατατεμᾰχίζω: καὶ -ίζομαι, εἰς τεμάχια κατακόπτω, κατακομματιάζω, τὰ ἄλλα τοῖς παισὶ κατετεμαχίσατο Βυζ.· καὶ τὸ Παθ., κατατεμαχισθέντος τοῦ ἵππου Νικήτ. Χων. 858. 13.

Greek Monolingual

κατατεμαχίζω)
κόβω κάτι σε πολλά και μικρά κομμάτια, κατακομματιάζω, λειανίζω
μσν.
μέσ. κατατεμαχίζομαι
χωρίζω σε μικρά κομμάτια.

German (Pape)

in Stücken zerschneiden, Sp.