δασύνομαι
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
Russian (Dvoretsky)
δᾰσύνομαι:
1 (тж. ταῖς θριξίν Arst.) густо обрастать, становиться мохнатым или пушистым (τὸ ξυρὸν ἔρριψα ἵνα δασυνθείην Arph.; δασύνονται αἱ ὀφρύες Arst.): κόρυς ἱππείαις θριξὶ δασυνομένη Anth. шлем с султаном из конских волос;
2 покрываться растительностью (ὅταν τὸ ὄρος δασύνηται Arst.);
3 грам. произноситься с густым придыханием (πνεῦμα δασυνόμενον Anth.): τὸ φῖ τὸ πῖ ἐστι δασυνόμενον Plut. φ есть π с густым придыханием.