Θησηΐς

From LSJ
Revision as of 13:35, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Θησηΐς Medium diacritics: Θησηΐς Low diacritics: Θησηΐς Capitals: ΘΗΣΗΪΣ
Transliteration A: Thēsēḯs Transliteration B: Thēsēis Transliteration C: THisiis Beta Code: *qhshi/+s

English (LSJ)

ΐδος, contr. Θησῄς, ῆδος, fem. of Θήσειος,
A of Theseus, χθών A.Eu.1026.
II Subst., Theseid, a poem on Theseus, Arist.Po. 1451a20, D.L.2.59.
2 name of a mode of hair-cutting, used by Theseus, Plu.Thes.5.

French (Bailly abrégé)

ΐδος
1 adj. f. de Thésée;
2 subst.Θησηΐς coiffure à la Thésée, càd avec le devant de la tête seul tondu.
Étymologie: Θησεύς.

Russian (Dvoretsky)

Θησηΐς: ΐδος [adj. f к Θησεύς тесеева (χθών Aesch.).
ΐδος ἡ Тесеида
1 поэма о Тесее Arst., Diog. L.;
2 sc. κουρά, прическа в подражание Тесею со стрижкой одной лишь передней части головы Plut.

Greek (Liddell-Scott)

Θησηΐς: ΐδος, συνῃρ. Θησῇς, ῇδος, ἡ, ἡ ἀνήκουσα εἰς τὸν Θησέα, χθὼν Αἰσχύλ. Εὐμ. 1026. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἡ Θησηΐς, ποίημα περὶ τοῦ Θησέως, Ἀριστ. Ποιητ. 8, 2, Διογ. Λ. 2. 59. 2) εἶδος κουρᾶς τῆς κόμης, ᾗ πρῶτος ἐχρήσατο ὁ Θησεύς, δι’ ὃ καὶ ὠνομάσθη ἀπ’ αὐτοῦ Θησηΐς, Πλούτ. ἐν Θησ. 5.

Greek Monotonic

Θησηΐς: -ΐδος,
I. συνηρ. Θησῇς, -ῆδος, θηλ. του Θήσειος, για το Θησέα, σε Αισχύλ.
II. ως ουσ., η «Θησηίδα», ποίημα που αναφέρεται στο Θησέα, σε Αριστ.
2. ονομασία τρόπου κουρέματος των μαλλιών, που πρωτοεφαρμόσθηκε από τον Θησέα, σε Πλούτ.