σύντομον
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
Russian (Dvoretsky)
σύντομον: τό
1 краткость, короткое расстояние: τὰ σύντομα (τῆς ὁδοῦ) Her., Xen., τὸ συντομώτατον Her. и τὰ ξυντομώτατα Thuc. кратчайший путь;
2 сжатость: ἐν συντόμῳ и ἐν συντόμοις Sext. в сжатом виде, в немногих словах.