ἱπποκάμπιον

From LSJ
Revision as of 11:57, 26 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποκάμπιον Medium diacritics: ἱπποκάμπιον Low diacritics: ιπποκάμπιον Capitals: ΙΠΠΟΚΑΜΠΙΟΝ
Transliteration A: hippokámpion Transliteration B: hippokampion Transliteration C: ippokampion Beta Code: i(ppoka/mpion

English (LSJ)

τό, Dim. of ἱππόκαμπος, Epich.115. II a kind of earring, Poll.5.97.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποκάμπιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἱππόκαμπος, Ἐπίχ. 16 Ahr. ΙΙ. εἶδος ἐνωτίων, Κωμ. παρὰ Πολυδ. Ε΄, 97.

Greek Monolingual

ἱπποκάμπιον, τὸ (Α)
1. υποκορ. του ιππόκαμπος
2. είδος σκουλαρικιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππόκαμπος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. ιμάντιον, κεράσιον)].