ἀνθρωποκομικός

From LSJ
Revision as of 08:20, 27 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>sc</i>." to "<i>sc.</i>")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωποκομικός Medium diacritics: ἀνθρωποκομικός Low diacritics: ανθρωποκομικός Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΚΟΜΙΚΟΣ
Transliteration A: anthrōpokomikós Transliteration B: anthrōpokomikos Transliteration C: anthropokomikos Beta Code: a)nqrwpokomiko/s

English (LSJ)

ή, όν, belonging to the care or government of men: ἡ-κή (sc. τέχνη) politics, Them.Or.15.186d:—also ἀνθρωπο-κόμος, ον, Anon. in Rh.3.607 W.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que se cuida de los hombres de ahí ἡ ἀνθρωποκομική (sc. τέχνη) la política Them.Or.15.186d.

German (Pape)

[Seite 234] zur Pflege und Wartung des Menschen gehörig, ἡκή, die Kunst des Menschenpflegens, Themist.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωποκομικός: -ή, -όν, (κομέω) ὁ εἰς τὴν τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμέλειαν ἀνήκων: ― ἡ ἀνθρωποκομικὴ τέχνη, ἡ τὴν ἐπιμέλεια τοῦ ἀνθρώπου ἔχουσα, ἡ πολιτικὴ ἢ βασιλική, Θεμίστ. 186D.

Greek Monolingual

ἀνθρωποκομικός, -ή, -όν (Α)
θηλ. ἀνθρωποκομική (ἐνν. τέχνη)
αυτή που αναφέρεται στη φροντίδα για τη διακυβέρνηση των ανθρώπων.