περιφράζω
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
French (Bailly abrégé)
exprimer par circonlocution ou périphrase;
Moy. περιφράζομαι examiner sous toutes les faces ; méditer à, acc..
Étymologie: περί, φράζω.
Greek Monolingual
(I)
Α
1. διατυπώνω με περίφραση
2. σκέπτομαι, εξετάζω κάτι από κάθε πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. περι- + -φράζω «λέω, διηγούμαι»].
(II)
Ν
βλ. περιφράσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-φράζω, meestal med. zorgvuldig overwegen.