πολύποινος

From LSJ
Revision as of 13:50, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́ποινος Medium diacritics: πολύποινος Low diacritics: πολύποινος Capitals: ΠΟΛΥΠΟΙΝΟΣ
Transliteration A: polýpoinos Transliteration B: polypoinos Transliteration C: polypoinos Beta Code: polu/poinos

English (LSJ)

ον, punishing severely, Δίκη Parm.1.14, Orph.Fr.158.

German (Pape)

[Seite 669] viel strafend, Parmenids. frg. 14 b. S. Emp. adv. math. 7, 111.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύποινος -ον [πολύς, ποινή] streng straffend.

Russian (Dvoretsky)

πολύποινος: много или сильно карающий (Δίκη Parmenides ap. Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύποινος: -ον, ὁ αὐστηρῶς τιμωρῶν, Παρμενίδ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 11.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επιβάλλει πολλές ποινές, που τιμωρεί αυστηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ποινος (< ποινή), πρβλ. αξιό-ποινος, υστερό-ποινος].