πολύποινος

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́ποινος Medium diacritics: πολύποινος Low diacritics: πολύποινος Capitals: ΠΟΛΥΠΟΙΝΟΣ
Transliteration A: polýpoinos Transliteration B: polypoinos Transliteration C: polypoinos Beta Code: polu/poinos

English (LSJ)

πολύποινον, punishing severely, Δίκη Parm.1.14, Orph.Fr.158.

German (Pape)

[Seite 669] viel strafend, Parmenids. frg. 14 b. S. Emp. adv. math. 7, 111.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύποινος -ον [πολύς, ποινή] streng straffend.

Russian (Dvoretsky)

πολύποινος: много или сильно карающий (Δίκη Parmenides ap. Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύποινος: -ον, ὁ αὐστηρῶς τιμωρῶν, Παρμενίδ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 11.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επιβάλλει πολλές ποινές, που τιμωρεί αυστηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ποινος (< ποινή), πρβλ. αξιόποινος, υστερόποινος].