πολύποινος

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́ποινος Medium diacritics: πολύποινος Low diacritics: πολύποινος Capitals: ΠΟΛΥΠΟΙΝΟΣ
Transliteration A: polýpoinos Transliteration B: polypoinos Transliteration C: polypoinos Beta Code: polu/poinos

English (LSJ)

πολύποινον, punishing severely, Δίκη Parm.1.14, Orph.Fr.158.

German (Pape)

[Seite 669] viel strafend, Parmenids. frg. 14 b. S. Emp. adv. math. 7, 111.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύποινος -ον [πολύς, ποινή] streng straffend.

Russian (Dvoretsky)

πολύποινος: много или сильно карающий (Δίκη Parmenides ap. Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύποινος: -ον, ὁ αὐστηρῶς τιμωρῶν, Παρμενίδ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 11.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επιβάλλει πολλές ποινές, που τιμωρεί αυστηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ποινος (< ποινή), πρβλ. αξιόποινος, υστερόποινος].