πεντετής
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
German (Pape)
[Seite 558] ές, fünfjährig, σπονδαί, Ar. Ach. 188.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. πενταετής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεντετής -ές of πεντέτης -ετες [πέντε, ἔτος] van vijf jaar.