λεπυρώδης
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ες, = λεπυριώδης, Thphr.HP1.6.7.
German (Pape)
[Seite 32] ες, = λεπυριώδης, von Zwiebelgewächsen, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 c. λεπυριώδης;
2 couvert d'écailles.
Étymologie: λέπυρον, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
λεπῠρώδης: -ες, = λεπυριώδης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 7., 9. 9, 6.
Greek Monolingual
-ες (Α λεπυρώδης, -ες) αυτός που αποτελείται από πολλά αλλεπάλληλα λέπυρα.