δυναμωτικός

From LSJ
Revision as of 11:20, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speechwhereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠνᾰμωτικός Medium diacritics: δυναμωτικός Low diacritics: δυναμωτικός Capitals: ΔΥΝΑΜΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dynamōtikós Transliteration B: dynamōtikos Transliteration C: dynamotikos Beta Code: dunamwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, strengthening, ἡ δύναμις τῶν πάντων -ώτατον (sc. αἴτιον) Dam.Pr.61.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que dota de poderδύναμις τὸ πάντων δυναμωτικόν (αἴτιον) la potencia es la causa que dota de poder a todo Dam.Pr.61.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δυναμωτικός, -ή, -όν)
αυτός που δίνει δύναμη, τονωτικός («δυναμωτική τροφή»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δυναμωτικό
τονωτικό φάρμακο.