καταστείχω

From LSJ
Revision as of 12:32, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστείχω Medium diacritics: καταστείχω Low diacritics: καταστείχω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΕΙΧΩ
Transliteration A: katasteíchō Transliteration B: katasteichō Transliteration C: katasteicho Beta Code: katastei/xw

English (LSJ)

aor. 2 -έστῐχον, = κατέρχομαι, AP9.298 (Antiphil.); return from exile, IG22.1113.12.

German (Pape)

zurückkehren; εἰς ἄστυ κατέστιχον Antiphil. 33 (IX.298); τινός, Nonn. Par. 4.230.

Russian (Dvoretsky)

καταστείχω: (aor. 2 κατέστῐχον) возвращаться (εἰς ἄστυ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

καταστείχω: μέλλ. -ξω, = κατέρχομαι, εἰς ἄστυ κατέστιχον Ἀνθ. Π. 9. 298· τινός, καταστείχοντι κελεύθου, ἐξ ὁδοῦ, Νόνν, Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 230, καὶ ἐν Ἐπιγρ. CIA. III, 44. 12.

Greek Monolingual

καταστείχω (Α)
1. κατέρχομαι, κατεβαίνω
2. επιστρέφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στείχω «περπατώ, βαδίζω»].

Greek Monotonic

καταστείχω: μέλ. -ξω = κατέρχομαι, σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. ξω = κατέρχομαι, Anth.]