κραταίπιλος

From LSJ
Revision as of 12:34, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰταίπῑλος Medium diacritics: κραταίπιλος Low diacritics: κραταίπιλος Capitals: ΚΡΑΤΑΙΠΙΛΟΣ
Transliteration A: krataípilos Transliteration B: krataipilos Transliteration C: krataipilos Beta Code: kratai/pilos

English (LSJ)

ον, with strong felt (πῖλος), A.Fr.430.

German (Pape)

[ῑ], Aesch. bei Choerobosc. in B.A. 1391, wird ὁ ἰσχυρὸν πίλιον ἔχων erkl.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰταίπῑλος: с обильными волосами, густоволосый Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

κραταίπῑλος: -ον, ἔχων ἰσχυρὸν πῖλον, Αἰσχύλ. ἐν Ἀνεκ. Ὀξ. 2. 318.

Greek Monolingual

κραταίπιλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρό πίλο, δηλ. γερή εσωτερική επένδυση περικεφαλαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + πῖλος «καπέλο»].