ἀϊκῶς
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
French (Bailly abrégé)
adv. épq.
par contr. αἰκῶς;
c. ἀεικῶς.
Greek Monotonic
ἀϊκῶς: αἰκῶς, επίρρ. αντί ἀϊκής.
German (Pape)
= ἀεικῶς, Hom. einmal, Il. 22.336 σὲ μὲν κύνες ἠδ' οἰωνοὶ ἑλκήσουσ' ἀϊκῶς; Antimachus las ἑλκήσουσι κακῶς, s. Scholl.
Russian (Dvoretsky)
ἀϊκῶς: стяж. αἰκῶς позорно, с бесчестием Hom., Soph.